παρεξηγώ

παρεξηγώ
-έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι -έομαι, ΝΜΑ
(νεοελλ. το ενεργ., μσν.-αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.)
νεοελλ.
1. (το ενεργ.) εκλαμβάνω κάτι ότι έγινε ή λέχθηκε από κακή πρόθεση εναντίον μου, αποδίδω εσφαλμένα, κακές προθέσεις σε κάποιον («παρεξήγησαν τους σκοπούς του»)
2. (το μέσ.) ψυχραίνομαι, δυσαρεστούμαι («παρεξηγήθηκαν για το τίποτε και δεν μιλιούνται»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρεξηγημένος, -η, -ο και παραξηγημένος, -η, -ο
αδικημένος, παραγνωρισμένος («ήταν πάντοτε ένας παρεξηγημένος στοχαστής και καλλιτέχνης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρεξηγοῦμαι < παρ(α)-* + ἐξηγοῦμαι. Ο νεοελλ. τ. παρεξηγώ έχει σχηματιστεί από το αρχ. παρεξηγοῦμαι και μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρεξηγώ — παρεξηγώ, παρεξήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρεξηγώ — παρεξήγησα, παρεξηγήθηκα, παρεξηγημένος 1. ερμηνεύω λάθος, παρανοώ, το παίρνω αλλιώς: Παρεξήγησα την αυστηρή συμπεριφορά του προς τη μαθήτρια, γιατί δεν ήξερα πως είναι ο καθηγητής της. 2. μέσ., παρεξηγιέμαι και παρεξηγούμαι ερμηνεύω κάτι σαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαίρνω — 1. παίρνω κάτι στραβά, παρερμηνεύω, παρεξηγώ 2. συμπεριφέρομαι σκληρά και απότομα σε κάποιον, αποπαίρνω 3. αντιλαμβάνομαι δύσκολα, είμαι δυσμαθής («τά κακοπαίρνει τα γράμματα») …   Dictionary of Greek

  • κακοπιάνω — 1. παρεξηγώ, παρερμηνεύω, κακοπαίρνω 2. πιάνω κάτι άσχημα, αδέξια 3. συμπεριφέρομαι βάναυσα, αγριεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • μυγιάζομαι — [μύγα] 1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.) 2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν… …   Dictionary of Greek

  • παρανοώ — έω, ΝΑ [νοώ] αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου») αρχ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ ἑαυτοῡ ἀπολλύναι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • παρεννοώ — έω παρανοώ, αντιλαμβάνομαι με εσφαλμένο τρόπο, παρεξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εννοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Γουβέλη] …   Dictionary of Greek

  • παρερμηνεύω — ΝΑ ερμηνεύω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ, παρεξηγώ (α. «παρερμήνευσες τα όσα είπα» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”